- ανάζεμα
- ἀνάζεμα, το (Μ)[ἀναζέω] η ἀνάζεσις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναζεμάτων — ἀναζεμα boiling neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναζέω — ἀναζέω (Α) 1. βράζω και φουσκώνω, αναβράζω, κοχλάζω 2. είμαι γεμάτος από κάτι, βρίθω 3. (για πάθος ή οργή) βρίσκομαι σε ψυχική ταραχή, βράζω από θυμό κ.λπ. 4. κάνω κάτι να βράσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζέω. ΠΑΡ. αρχ. ἀνάζεσις μσν. ἀνάζεμα] … Dictionary of Greek